Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

Βλέμμα(γ..:regard – α: gaze)





Οι πρώτες παρατηρήσεις του Lacan σχετικά με το βλέμμα εμφανίζονται κατά τον πρώτο χρόνο του σεμιναρίου του (Lacan, 1953-4), με αναφορά στη φαινομενολογική ανάλυση «του βλέμματος» από τον Jean –Paul Sartre (το γεγονός ότι στις αγγλικές μεταφράσεις του Sartre  και του Lacan χρησιμοποιούνται διαφορετικοί όροι συσκοτίζει το γεγονός ότι και οι δύο χρησιμοποιούν τον ίδιο όρο στα γαλλικά –le regard ). Για τον Sartre, το βλέμμα είναι εκείνο που επιτρέπει στο υποκείμενο να αναγνωρίσει ότι και Άλλος είναι υποκείμενο : « η θεμελιακή μου σύνδεση με τον Άλλο-ως-υποκείμενο πρέπει να είναι σε θέση να συσχετισθεί με την μόνιμη δυνατότητά μου να γίνομαι ορατός από τον Άλλον» (Sartre, 1943: 256- η μέμφαση από το πρωτότυπο). Όταν ξαφνιάζεται από το βλέμμα του Άλλου, το υποκείμενο αισθάνεται ντροπή (Sartre,1943:261). Σε αυτή τη φάση ο Lacan δεν αναπτύσσει τη δική του έννοια του βλέμματος,και μοιάζει να συμφωνεί γενικά με τις απόψεις του Sartre πάνω στο θέμα αυτό (Σ1,215). Βρίσκει ιδιαιτέρως ενδιαφέρουσα την άποψη του Sartre ότι το βλέμμα δεν αφορά κατ’ ανάγκη το όργανο της όρασης:

Εκείνο φυσικά που τις περισσότερες φορές φανερώνει ένα βλέμμα είναι η σύγκλιση δύο οφθαλμικών βολβών στην κατεύθυνσή μου. Το βλέμμα όμως εμφανίζεται το ίδιο καλά και όταν υπάρχει ένα θρόισμα των κλαδιών, ή ο ήχος ενός βήματος ακολουθούμενος από σιωπή, ή το ελαφρύ άνοιγμα ενός πατζουριού, ή η ανάλαφρη κίνηση μιας κουρτίνας.(Sartre, 1943:257)


Μόνο το 1964, με την ανάπτυξη της έννοιας του OBJET PETIT A ως αιτίου της επιθυμίας, αρθρώνει ο Lacan την δική του θεωρία για το βλέμμα, μια θωρία που διαφέρει αισθητά από εκείνην του Sartre (Lacan, 1964a). Ενώ ο Sartre δεν διαχώριζε το βλέμμα από την πράξη του κοιτάγματος, ο Lacan τώρα τα ξεχωρίζει : το βλέμμα καθίσταται αντικείμενο της πράξης του κοιτάγματος, ή, για να είμαστε πιο ακριβείς, αντικείμενο της σκοπικής ορμής. Το βλέμμα επομένως, για τον Lacan, δεν εντοπίζεται στην πλευρά του υποκειμένου: πρόκειται για το βλέμμα του Άλλου. Και ενώ ο Sartre είχε συλλάβει μια ουσιώδη αμοιβαιότητα ανάμεσα στο να βλέπει κανείς τον Άλλον και να βλέπεται-από-αυτόν, ο Lacan συλλαμβάνει την αντινομική σχέση μεταξύ  βλέμματος και ματιού : το μάτι που βλέπει είναι εκείνο του υποκειμένου, ενώ το βλέμμα βρίσκεται από την πλευρά του αντικειμένου, και δεν υπάρχει σύμπτωση ανάμεσα στα δύο, από τη στιγμή που  «Δεν με κοιτάς ποτέ από τον τόπο στον οποίο σε βλέπω» (Σ11,103). Όταν το υποκείμενο κοιτάζει ένα αντικείμενο, το αντικείμενο ήδη ανταποδίδει το βλέμμα πίσω στο υποκείμενο, αλλά από ένα σημείο στο οποίο το υποκείμενο δεν μπορεί να το δει. Ο διαχωρισμός αυτός ανάμεσα στο μάτι και βλέμμα δεν είναι παρά ο ίδιος ο υποκειμενικός διχασμός, όπως εκφράζεται στο πεδίο της όρασης.


Η έννοια του βλέμματος υιοθετήθηκε από την ψυχαναλυτική κριτική του κινηματογράφου κατά τη δεκαετία του 1970 (βλ. σχετικά Metz, 1975) ιδίως δε από φεμινίστριες κριτικούς (βλ.Mulvey, 1975-Rose,1968). Εντούτοις, πολλοί σχολιαστές συγχώνευσαν τη λακανική έννοια του βλέμματος με την ιδέα του βλέμματος όπως αναπτύσσεται από τον Sartre, αλλά και με άλλες ιδέες πάνω στο ζήτημα της όρασης, όπως οι θέσεις του Foucault για τον πανοπτικισμό. Επομένως μεγάλο μέρος της λεγόμενης «λακανικής θεωρίας του κινηματογράφου» έχει πέσει θύμα εννοιολογικής σύγχυσης(βλ. Joan Cpjec,1989). Bλ. επίσης Jay (1993).


πηγή : 
απόσπασμα από το "Εισαγωγικό Λεξικό της Λακανικής Ψυχανάλυσης " 
του Dylan Evans 
σε μετάφραση Γιάννη Σταυρακάκη



__

επιμέλεια Carina
Φωτογραφία: ©Κωνσταντινίδου Κατερίνα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου